ἀνεμοτρεφές

ἀνεμοτρεφές
ἀνεμοτρεφής
fed by the wind
masc/fem voc sg
ἀνεμοτρεφής
fed by the wind
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ανεμοτρεφής — ἀνεμοτρεφής, ές (AM) (για δέντρα ή όπλα φτιαγμένα από ορισμένο ξύλο) αυτός που τρέφεται και δυναμώνει με την επίδραση του ανέμου («ἔγχος ἀνεμοτρεφές») αρχ. εκείνος που τρέφεται, που φουσκώνει με τον άνεμο («ἀνεμοτρεφὲς κῡμα») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”